Κοσμογονία

Published on Jan 20, 2022

A story


"Να γυρνάει ρε μαλάκα ο μπάφος λέμε!"
"Ε; Α, σόρι..."

Το νοτισμένο χώμα, το γρασίδι και η κουβέρτα άφηναν μια ευχάριστη αίσθηση στην πλάτη τους. Ο Πρώτος είχε μια αόριστη αίσθηση άγχους για το αν θα σκαρφαλώσει κανένα ζουζούνι επάνω του, αλλά εντάξει, πόνταρε στο ότι η κουβέρτα που είχαν απλώσει θα τους παρείχε μια κάποια προστασία. Τα τζιτζίκια που τραγουδούσαν τον ηρεμούσαν, για κάποιο λόγο, αν και ήταν κι αυτά ζουζούνια.

"Ρε σεις, τι λέτε να είναι όλα αυτά τα αστέρια;", είπε ο Δεύτερος, κοιτώντας τον ουρανό.
"Τι εννοείς τι να είναι; Σχολείο δεν πήγες ρε; Είναι πλανήτες, σαν τον ήλιο.", εξήγησε ο Τρίτος.
"Ναι μωρέ, αλλά εντάξει, πόσο σίγουροι είμαστε γι αυτό; Τους έχουμε δει ποτέ;"

Ο Τρίτος κοίταξε το Δεύτερο, απορημένος. Τα τζιτζίκια συνέχιζαν αμέτοχα.

"Τους βλέπεις τώρα ρε μπρο".
"Ναι μωρέ, αλλά κατάλαβες τι εννοώ. Παλιά κάποιοι, οι Αζτέκοι ξέρω γω, δε θυμάμαι ποιοι, πίστευαν ότι ο ουρανός είναι ζωγραφισμένος σε ένα πράγμα πάνω και ότι όλος ο κόσμος στέκεται στην πλάτη μιας τεράστιας χελώνας."
"Και η χελώνα πού στέκεται;", ρώτησε με δυσπιστία ο Τρίτος.
"Πάνω σε μια άλλη χελώνα."
"Και αυτή η χελώνα;"
"Σε άλλη, και αυτή σε μια άλλη, και αυτή σε μια άλλη, ατελείωτα."

Ο Τρίτος ρούφηξε μια βαθυστόχαστη τζούρα και έδωσε το τσιγάρο στον Πρώτο.

"Δεν ξέρω, αυτοί οι αρχαίοι όλο μαλακίες λέγανε. Δεν ξέρανε και πώς δουλεύει τίποτα, οπότε όλα ήτανε χελώνες και ελέφαντες."
"Ναι μωρέ, δε σου λέω ότι το πιστεύω, αλλά ξέρω γω; Και οι γιγάντιες μπάλες αερίων δεν είναι πιο λογικές."
"Ναι, έτσι όπως το λες, βγάζει νόημα...", παραδέχτηκε στο Δεύτερο, και κοίταξε τον Πρώτο, ξεχνώντας τις χελώνες.

"Να γυρνάει λέμε ρε!"

Ο Πρώτος γύρισε, σα να ξύπνησε από όνειρο, σκούπισε τη στάχτη που είχε πέσει στο γιακά του, και έδωσε το τσιγάρο στο Δεύτερο. Δειλά, αποφάσισε να συμμετέχει.

"Είχα διαβάσει κάπου ότι οι αρχαίοι λέγανε ότι ο κόσμος βγήκε σε κάποια φάση από κάτι νερά, και έτσι δημιουργήθηκαν όλα. Εγώ πιστεύω ότι ο κόσμος είναι ένα μπαλόνι που κρατάει στο χέρι της μια κοπέλα που έχει εγκλωβιστεί στην ταράτσα του σπιτιού της, πάνω από τα νερά."

Τα τζιτζίκια συνέχιζαν αμέτοχα.

"Μαλάκα, άμα κρατάς το μπάφο μόνο για σένα, αυτά γίνονται."
"Ώπα, κάτσε, αυτό κάπου το θυμάμαι. Αυτό ρε δεν ήταν ζωγραφιά σε ένα άρθρο για την κλιματική αλλαγή ή κάτι τέτοιο, που μας είχες στείλει;" είπε ο Τρίτος.
"Όχι; Δεν ξέρω, πάντως αυτό πιστεύω."

Ο Τρίτος κοίταξε πάλι πάνω. "Πάντως καλύτερο από χελώνες."


Η Αλίκη για μια στιγμή νόμισε πώς κάτι είδε στο βάθος. Ξαφνιάστηκε για μια στιγμή στη σκέψη ότι ίσως να την έσωζε επιτέλους κάποιος, μια στιγμή αρκετή για να της φύγει το μπαλόνι. Απογοητεύτηκε ελαφρά όταν κατάλαβε ότι πάλι δε θα ερχόταν κανείς, αλλά συνέχισε να περιμένει. Άλλωστε τι είναι μία ακόμα μέρα;